- κρυσταλλοφανής
- -ές (Α κρυσταλλοφανής, -ές)αυτός που έχει διάφανη όψη σαν το κρύσταλλοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρυσταλλοφανῆκρυστάλλινα ποτήρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -φανής (< θ. φαν-, πρβλ. ἐ-φάν-ην, παθ. αόρ. τού φαίνω), πρβλ. αληθο-φανής, σοβαρο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.